- ἐκμάνθανε
- ἐκμανθάνωlearn thoroughlypres imperat act 2nd sgἐκμανθάνωlearn thoroughlyimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐκμάνθαν' — ἐκμάνθανε , ἐκμανθάνω learn thoroughly pres imperat act 2nd sg ἐκμάνθανε , ἐκμανθάνω learn thoroughly imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαναδιπλάζω — ἐπαναδιπλάζω και ποιητ. τ. έπανδιπλάζω (AM) ξαναρωτώ («τῶν δ εἴ τί σοι ψελλόν τε καὶ δυσεύρετον ἐπανδίπλαζε και σαφῶς ἐκμάνθανε», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + διπλάζω (παράλληλος συντετμημένος τ. τού διπλασιάζω)] … Dictionary of Greek